Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ


.
Σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης γίνεται ογδόντα πέντε χρόνων. Από τη μακρά και πολυκύμαντη ζωή του, ένα χρόνο τον έχει περάσει στον Πύργο. Αν και δεν είναι Πύργιος στην καταγωγή, αυτή η σύντομη παραμονή του στην πρωτεύουσα της Ηλείας ήταν καθοριστική για την εξέλιξή του ως καλλιτέχνη και γέννησε ακατάλυτους δεσμούς μεταξύ του μεγάλου Έλληνα συνθέτη και του Πύργου, ώστε δικαίως η πόλη να τον θεωρεί κατά κάποιο τρόπο δικό της τέκνο.
.

.
Ο Μίκης γεννήθηκε στη Χίο το 1925. Ο πατέρας του Γιώργης, καταγόμενος από το Γαλατά Χανίων, είχε μετατεθεί ως υπάλληλος στη Μικρά Ασία κατά το διάστημα της ελληνικής κατοχής. Εκεί, λίγο πριν την Καταστροφή, γνώρισε τη μητέρα του Ασπασία Πουλάκη από τον Τσεσμέ. Αρραβωνιασμένοι ήδη, τον μαύρο Αύγουστο του 1922 πέρασαν στη Χίο, όπου παντρεύθηκαν και γεννήθηκε ο πρώτος από τους δύο γιους τους, ο Μιχάλης. Ο Γιώργης Θεοδωράκης δικηγόρος στο επάγγελμα, υπηρέτησε ως ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών σε πολλές Νομαρχίες της χώρας. Βενιζελικός στα φρονήματα, ανάλογα με το ποιος κυβερνούσε κάθε περίοδο μετετίθετο από τόπο σε τόπο, με αποτέλεσμα σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα ο Μίκης να περάσει από πολλές πόλεις της Ελλάδας.
Μετά από σύντομη παραμονή στη Χίο, η οικογένεια μετακινήθηκε για τέσσερα χρόνια στη Μυτιλήνη της Λέσβου. Στη συνέχεια βρέθηκαν για ένα χρόνο στην Ερμούπολη της Σύρου, στην Αθήνα για ένα χρόνο, στα Γιάννινα για δύο χρόνια, στην Κεφαλλονιά τέσσερα χρόνια και πάλι στα Γιάννινα για έξι μήνες. Η δικτατορία του Μεταξά τους έστειλε πάλι στην Κεφαλλονιά και το 1937 βρέθηκαν στην Πάτρα για δύο χρόνια, όπου ξεκίνησε το Γυμνάσιο και άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα μουσικής στο Ωδείο. Τον Ιούλιο του 1939 η οικογένεια μετακόμισε στον Πύργο, όπου συνέχισε τα μαθήματα στο Ωδείο. Το επόμενο καλοκαίρι πήραν το δρόμο για την Τρίπολη. Η παραμονή τους εκεί διήρκεσε μέχρι το 1943, χρονιά κατά την οποία πήγαν στην Αθήνα, την πόλη για την οποία ο ίδιος λέει «την αγάπησα σαν γυναίκα και δεν την αλλάζω με τίποτα».
.

.
Αυτές οι συνεχείς μετακινήσεις του πατέρα του είχαν ως αποτέλεσμα να ζήσει όλη την παιδική του ηλικία απομονωμένος, μια κι όπου πήγαινε δεν προλάβαινε να ριζώσει. Την απομόνωση όμως την εξέλαβε ως χαρά. Και πέρα από όλες τις άλλες αιτίες που μπορεί να τον έσπρωξαν προς τη μουσική, ήταν αυτή η απομόνωση που έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Κάθε φορά που πήγαινε σε μια άλλη πόλη και ήταν άγνωστος, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει. Λέει ο ίδιος: «Πήγα στον Πύργο, φερ’ ειπείν, το ’39, έμεινα όλο το καλοκαίρι μέσα. Τι έκανα μέσα; Είχα το βιολί και σιγά σιγά άρχισα να γράφω μουσική. Μετά ένα χρόνο, το επόμενο καλοκαίρι, πάμε στην Τρίπολη. Βγήκα να κάνω βόλτα έξω · ήμουνα 1,95 ύψος· ο κόσμος μ’ έβλεπε, γελούσαν τα άλλα παιδιά… Έμεινα πάλι μέσα. Πάλι έγραφα μουσική. Ίσως το πολύ ύψος να έπαιζε ένα ρόλο στην αυτοαπομόνωση».
Στον Πύργο παρακολούθησε την Τρίτη Γυμνασίου. Συμμαθητής του ήταν ο Παύλος Σινόπουλος, μεγαλύτερος αδελφός του ποιητή Τάκη Σινόπουλου. Εκείνη τη χρονιά εκτός από τα μαθήματα στο Ωδείο, άρχισε να γράφει μουσική για βιολί και να συνθέτει μουσική σε ποιήματα που έβρισκε στη βιβλιοθήκη και στα σχολικά βιβλία. Ίδρυσε μια ορχήστρα με φυσαρμόνικες και ασχολήθηκε όλο και πιο εντατικά με τη μουσική. Μυήθηκε στη σύγχρονη ελληνική και παγκόσμια γραμματολογία και γνώρισε τους μεγάλους Έλληνες ποιητές, το Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά. Στον Πύργο συνέθεσε το πρώτο του ταγκό «Φύγε θλίψη, μη μου ματώνεις δόλια την καρδιά». Από τις ωραιότερες μελωδίες εκείνης της εποχής είναι το «Ρημαγμένο Παρεκκλήσι», σε ποίηση Γεωργίου Δροσίνη.
.

.
Τον Τάκη Σινόπουλο συνάντησε καλλιτεχνικά αργότερα, όταν εξόριστος στη Ζάτουνα Αρκαδίας κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, μελοποίησε το ποίημά του «Ο Επιζών». Το ποίημα αυτό ανήκει σε μια νέα φόρμα που ονόμασε «Τραγούδι-Ποταμός» και που εγκαινίασε στις αρχές του 1968 στις Φυλακές Αβέρωφ με ένα ποίημα από τα «Επιφάνια». Ο ίδιος περιγράφει το έργο του Τάκη Σινόπουλου: «Μέσα στο ποίημα του Σινόπουλου υπάρχει μια ασθμαίνουσα κραυγή αγωνίας για τον άνθρωπο, που έτσι καθώς ήμουνα δεμένος με άγνωστο μέλλον, με άγγιξε τότε, ώστε να το μελοποιήσω. Φυσικά είναι από τα έργα τα παντελώς άγνωστα στον ελληνικό λαό. Όμως σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη χώρα μας, όταν μετά το 1970 βρέθηκα ελεύθερος έξω, όπως ίσως γνωρίζετε, έδωσα πάνω από 1000 συναυλίες στην Ευρώπη, στο Ισραήλ, σε Αραβικές χώρες, στην Αυστραλία, στη Νότιο και Βόρειο Αμερική. Σ’ αυτές η μεγαλύτερή μας επιτυχία ήταν πάντοτε «Ο Επιζών», δηλαδή η ΑΡΚΑΔΙΑ VΙΙ, την οποία τραγουδούσε με συνταρακτικό τρόπο η Μαρία Φαραντούρη, ενώ η ορχήστρα μας τη συνόδευε με τρόπο τόσο συναρπαστικό, που στο τέλος το κοινό, όλων των Ηπείρων, μας χειροκροτούσε έξαλλο πραγματικά από συγκίνηση.»
.

.
Αν «Ο Επιζών» του Τάκη Σινόπουλου δεν έφθασε ως τα χείλη του απλού λαού, όπως ο συνθέτης θα ήθελε, ένα άλλο τραγούδι του, στενά συνδεδεμένο με τον Πύργο, τραγουδήθηκε αμέτρητες φορές από τα χείλη του κόσμου, αλλά και από πολλούς καλλιτέχνες. Πρόκειται για το τραγούδι «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ». Σε συναυλία που είχε δώσει το 1983 στο στάδιο του Πύργου, ο Μίκης Θεοδωράκης είπε ότι το ρυθμό του τραγουδιού αυτού τον ενεπνεύσθη από τον ήχο της μηχανής του Κολοσούρτη, ο οποίος μαζί με τα ταξίδια του είναι βαθιά χαραγμένος στη μνήμη του.
.

.
«Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ». Τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. Από την ταινία «Η Αθήνα τη νύχτα»

.
Μίκη Θεοδωράκη, απόψε μαζί με όλο τον ελληνικό λαό, ο Πύργος, ο δικός σου Πύργος, σου εύχεται να τα εκατοστήσεις!
.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

ΝΕΑ ΗΛΕΙΑΚΑ (6)

Ο Παυσανίας διέσχισε τα τριακόσια στάδια του πεδινού δρόμου από την Ολυμπία προς την Ήλιδα σχετικά γρήγορα. Δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσει άλλωστε, αφού στην πορεία του συναντούσε ερειπωμένες και παρηκμασμένες πόλεις. Από την περιοχή μας φαίνεται ότι τον απασχόλησαν μόνον οι Λετρίνοι με το ναό της Αλφειαίας Αρτέμιδος και την «αέναον λίμνην», τη μετέπειτα Μουριά. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με την παράλια ζώνη, οπότε δεν μας άφησε καμμία πληροφορία για τη Φειά και τη γύρω περιοχή. Άλλωστε αυτό που τον ενδιέφερε ήταν κυρίως τα ιερά και όχι οι απλοί οικισμοί. Χωρίς τις πληροφορίες του όμως η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα της περιοχής μένει στο σκοτάδι.
.
«Τα ρωμαϊκά λουτρά της Σκαφιδιάς»
.

Γενική άποψη του ανεσκαμμένου λουτρικού συγκροτήματος
.
Μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια η Σκαφιδιά μεταβλήθηκε από ένα φτωχό, απομονωμένο χωριό στο οποίο οδηγούσε χωματόδρομος, σε ένα σημαντικό, ευρύτερα γνωστό παραθεριστικό οικισμό. Η αγροτική γη και τμήματα του δάσους έγιναν πανάκριβα οικόπεδα και τελικά εξαφανίστηκαν κάτω από το τσιμέντο μεγάλων οικοδομών χωρίς αρχιτεκτονική αξία, που κατέλαβαν σχεδόν όλο το χώρο από το βουνό έως τη θάλασσα. Είναι απορίας άξιο πώς οι Νεοέλληνες πληρώνουν πανάκριβα ένα εξοχικό με θέα το Ιόνιο και τη Ζάκυνθο, που την επόμενη χρονιά θα εξαφανίσει η μπροστινή σειρά από «μεζονέτες», μετατρέποντας τελικά το χώρο σε έναν πυκνοδομημένο οικισμό χωρίς ησυχία και ομορφιά. Είναι τέτοιος ο οικοδομικός οργασμός, ώστε τα τελευταία χρόνια χτίστηκαν βίλες ακόμη και επάνω σε αρχαία ερείπια. Οι εργολάβοι ποτέ δεν είχαν τέτοιες ευαισθησίες. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή επενέβησαν οι αρχαιολόγοι και μας αποκάλυψαν αυτά που δεν είδε ο αρχαίος περιηγητής και έκαναν πως δεν έβλεπαν οι σύγχρονοι οικοπεδούχοι.
.

Ανεσκαμμένα θεμέλια οικιών. Στο βάθος οι καλαμιές του Ιαρδάνου και οι οικίσκοι του σύγχρονου ξενοδοχείου
.
Προσπερνάμε τα νεόδμητα εξοχικά και στρίβουμε δεξιά προς την εκβολή του Ιαρδάνου. Ανέκαθεν στο σημείο αυτό ήταν μερικώς ορατά λείψανα αρχαίων κτισμάτων, καλυμμένα από την πυκνή βλάστηση. Οι αρχαιολόγοι γνώριζαν ότι υπήρχε εδώ λουτρό των πρώτων αιώνων μ.Χ., ο ρωμαϊκός πρόγονος δηλαδή του παρακείμενου ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Η αρχαιολογική σκαπάνη τελικά αποκάλυψε το 2006 ένα μεγάλο συγκρότημα λουτρών, αλλά η επέκταση των ανασκαφών προς το δάσος τον επόμενο χρόνο έφερε επιπλέον στο φως έναν ολόκληρο άγνωστο οικισμό, που εκτεινόταν για αρκετά μέτρα κατά μήκος της αριστερής όχθης του ποταμού. Η τερπνή τοποθεσία με την ωραία θέα, την πλούσια βλάστηση και τον ποταμό που σε αρκετό μήκος του ήταν πλωτός, θα πρόσφεραν στους κατοίκους και τους παραθεριστές απόλυτη γαλήνη και ευχαρίστηση.
.

Ξενοδοχείο πολυτελείας με θέα την απέραντη αμμουδιά, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά
.
Η κατασκευή του λουτρού ήταν πολυτελής. Είχε ευρύχωρα δωμάτια με πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις, καμαροσκεπείς οροφές, ψηφιδωτά δάπεδα με περίτεχνα σχέδια. Ήταν, δηλαδή, ένας χώρος πολυτέλειας και ανάπαυσης, σαν τα σημερινά spa, όπου οι άνθρωποι, αναζητούσαν θεραπεία του σώματος και ανάταση της ψυχής.
.

Οι πεσσοί των υποκαύστων
.

Ένα μέρος του λουτρικού συγκροτήματος έχει παρασυρθεί από τόν Ιάρδανο
.
Ειδικά τα ψηφιδωτά δάπεδα που ήρθαν στο φως είναι εντυπωσιακά. Κυριαρχούν γεωμετρικά και φυτικά θέματα σε πλούσιους χρωματισμούς Στο επίσημο, μεγάλων διαστάσεων δωμάτιο του συγκροτήματος, το δάπεδο διακοσμείται με δελφίνια. Ο πλούτος των υλικών που διακοσμούσαν τους χώρους και η εκπληκτική θέα μαρτυρούν την καλαισθησία και τη διάθεση για καλοπέραση των ανθρώπων πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, σε αντίθεση με εμάς, που καταστρέφουμε με απληστία και αφροσύνη τη φυσική ομορφιά για να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη μανία μας για κατανάλωση και κακόγουστη επίδειξη.
.

Τα ψηφιδωτά δάπεδα καλύφθηκαν με χαλίκι για να προστατευθούν
.

Μαυρισμένα από τον αέρα τα τμήματα του ερειπιώνα που ήταν ορατά πριν την ανασκαφή
.

Η οπτοπλινθοδομή φανερώνει την κατασκευή του συγκροτήματος στους ρωμαϊκούς χρόνους
.
Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν τον πρώτο χρόνο, αλλά διακόπηκαν και τα ψηφιδωτά καλύφθηκαν για να προστατευθούν. Το σκάμμα περιφράχθηκε πρόχειρα και αφέθηκε στην τύχη του. Ο Δήμος Πύργου είχε υποσχεθεί τότε συντήρηση των αρχαιοτήτων, προστατευτική κάλυψη του χώρου με στέγαστρο και πρόσβαση στους επισκέπτες. Δυστυχώς ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί τίποτε, ενώ τα ορμητικά νερά του Ιαρδάνου μετά τις βροχοπτώσεις των τελευταίων δύο ετών ήδη απειλούν τα θεμέλια του αρχαίου ερειπίου. Φεύγουμε από το χώρο με την ελπίδα ότι δεν θα γίνει άλλο ένα αρχαιολογικό σκάμμα γεμάτο σκουπίδια. Η όψη της σύγχρονης, θορυβώδους Σκαφιδιάς διαλύει το όνειρο και μας επαναφέρει στη νεοελληνική πραγματικότητα.
.

Η φωτογραφία της Ζ' Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων, όπου φαίνονται τα ψηφιδωτά
.

Ψηφιδωτό δελφίνι. Θα ξαναδεί το φως του ήλιου; Θα το δουν τα μάτια μας;
.
Αφιερωμένο στο φίλο Τζων Μπόη , με την ευχή να τον ξαναγαπήσει η Ηλεία
.

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΣΤΗ ΣΚΑΦΙΔΙΑ


.
Στην άκρη της παραλίας της Σκαφιδιάς, σε ένα κοίλωμα της πλαγιάς και δίπλα από το κύμα, στέκει το εικονοστάσι του Αγίου Παντελεήμονος και η πηγή δίπλα του. Αρχικά το νερό έβγαινε διάφανο και κρύο από το έδαφος και μετά από λίγα μέτρα χυνόταν στη θάλασσα. Στη συνέχεια κάποιοι έφτιαξαν μια τσιμεντένια γούρνα, όπου μαζευόταν και μπορούσες να πιεις από εκεί. Κάποιοι όμως σκέφθηκαν ότι αυτό ήταν το κατάλληλο μέρος για να πετούν τα σκουπίδια τους, οπότε η γούρνα έγινε νεροχύτης και σκουπιδότοπος. Κάποιοι άλλοι, τέλος, έδωσαν τη χαριστική βολή στην πηγή που δρόσιζε τους λουομένους, χτίζοντας αυτό τον τοίχο από πέτρες του εμπορίου. Έτσι χάθηκε για πάντα η πηγή, χάθηκε και η γραφικότητα αυτής της όμορφης γωνιάς. Αθάνατη Ελλάδα...

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΠΥΡΓΟΣ ΗΛΕΙΑΣ 1974


.
Το κείμενο που ακολουθεί γράφεται για τρεις λόγους.
Πρώτον επειδή το ζήτησαν η Σταλαματιά και η Μερόπη,
Δεύτερον επειδή είναι μια ευκαιρία να έρθει στην επιφάνεια μια άγνωστη πτυχή της κυπριακής ιστορίας.
Τρίτον διότι το χρωστώ στους ανθρώπους που θα αναφέρω στο κείμενο.

.

.
Το ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου με βρήκε στο σπίτι μου στον Γερόλακκο. Πάνω από τα κεφάλια μας τα μεταγωγικά αεροπλάνα της Τουρκίας έριχναν αλεξιπτωτιστές στο θύλακα Αγύρτας Κιόνελι και έπαιρναν την στροφή πάνω από το χωριό μας. Σε λίγο τα μαχητικά αρχίζουν τις εφορμήσεις χτυπώντας το αεροδρόμιο Λευκωσίας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το χωριό. Μέχρι τις 6 το απόγευμα, ήμασταν υπό συνεχή βομβαρδισμό.
.

.
Το τι ένιωθε τότε, ένα 9χρονο παιδάκι δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με λόγια. Όμως πιστέψετε με, όποιος δεν έζησε κάτι τέτοιο (άλλοι βέβαια έζησαν πολύ χειρότερα), δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει πόλεμος.
Να μην τα πολυλογώ, το ίδιο απόγευμα μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουμε το χωριό διότι οι Τούρκοι ήταν έξω από αυτό και σε λίγο θα έμπαιναν μέσα. Σημειώστε ότι μιλώ για τις 20 Ιουλίου και ότι το χωριό καταλήφθηκε στις 14 Αυγούστου. Φύγαμε με τα ρούχα που φορούσαμε και φτάσαμε μετά από αρκετή ώρα στο Μιτσερό. Εκεί στο χωριό οι κάτοικοι μας πρόσφεραν στέγη. Μετά από μερικές μέρες ενοικιάσαμε το πρώτο σπίτι. Ένα μακρινάρι στο οποίο μέναμε καμιά 15ριά άτομα. Εκεί στο Μιτσερό βαφτίσαμε άρον άρον και την 8μηνη αδελφή μου από φόβο μήπως και γίνει κάτι και πάει… αβάπτιστη!
Μια καλή πρωία προς τα τέλη του Αυγούστου, έρχεται ο πατέρας και λέει σε μένα και στον (κατά ένα χρόνο και κάτι) μεγαλύτερο αδελφό μου ότι θα μας στείλουν ταξίδι στην Ελλάδα.
Δεν θυμάμαι πώς το πήραμε ούτε τι σκεφτήκαμε, ούτε αν είπαμε ναι ή όχι ή αν φέραμε καν κάποια ένσταση. Ο φόβος, λένε, φέρνει κόλαση. Ούτε θυμάμαι να μας έδωσε λεπτομέρειες, πώς θα πάμε, με ποιους θα πάμε, πόσο καιρό θα μείνουμε…
Τελικά, τέλος του μήνα (και πάλι δεν θυμούμαι ημερομηνία), μας ανακοινώνουν ότι την επομένη φεύγουμε για την Ελλάδα. Πρωί πρωί ήμασταν έτοιμοι, βάλαμε τα… «καλά» μας, βγάλαμε αναμνηστικές φωτογραφίες και πήγαμε στο λιμάνι της Λεμεσού. Εκεί κάποιοι μας επιβίβασαν σε ένα μεγάλο πλοίο με το όνομα «Πάτρα», μας έβαλαν σε καμπίνες και σε λίγο η Λεμεσός ούτε καν φαινόταν.
.
.
Φτάσαμε στον Πειραιά. Στην προβλήτα βλέπουμε κόσμο μαζεμένο, αστυνομία, λεωφορεία παραταγμένα και… παπάδες! Με σύντομες διαδικασίες βρεθήκαμε όλοι μέσα στα λεωφορεία και ξεκίνησε το ταξίδι προς το άγνωστο. Ούτε κι εκείνη την ώρα ξέραμε πού θα μας έπαιρναν.
Σχηματίστηκε μια μακρά πομπή από αυτοκίνητα και λεωφορεία που μπήκαν σε ένα ατελείωτο δρόμο που έφτασε στο τέρμα του αργά το απόγευμα.
Τυπωμένες στο μυαλό μου είναι οι εικόνες αλλά και τα όσα ζήσαμε καθώς περνούσαμε από τα χωριά που προηγούνται του Πύργου. Ο κόσμος μας περίμενε στις πλατείες, κτυπούσαν οι καμπάνες, τα μάτια δακρυσμένα, μας πετούσαν από τα παράθυρα μπισκότα, σοκολάτες, σάντουιτς…
Κάποτε φτάνουμε στον Πύργο. Τα λεωφορεία σταματούν στο οικοτροφείο της Μητρόπολης, την Αγία Φιλοθέη, που βρισκόταν στην είσοδο της πόλης. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες μείναμε εκεί. Θυμάμαι όμως ότι γίναμε… καλά χριστιανόπαιδα, πρωί και απόγευμα εκκλησία, τήρηση αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων.
.
.
Μια Κυριακή, μετά την θεία λειτουργία (εννοείται), μας έβαλαν στην τραπεζαρία. Σε λίγο ανοίγουν οι μεγάλες πόρτες και μπαίνουν μέσα άντρες και γυναίκες. Τι έκαναν; Διάλεγαν… αναγιωτούς!
Σε κάποια στιγμή φτάνει κοντά μας μια κυρία μαζί με το γιο της. Μας πιάνει στην κουβέντα εμένα και τον αδελφό μου. Κάποια κυρία, υπεύθυνη, που ήταν εκεί, κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί. Αυτή λέει ότι θα τηλεφωνήσει στον άντρα της. Σε λίγο επιστρέφει και λέει «εντάξει, Θα πάρω και τα δύο». Έτσι σε λίγη ώρα βρισκόμασταν σε ένα σπίτι όπου μας ανακοίνωσαν ότι θα μέναμε, μαζί με την οικογένεια, για ένα σχεδόν χρόνο.
Οι οικογένειες αυτές ανάλαβαν όλα μας τα έξοδα. Ανάλαβαν και την εκπαίδευσή μας γράφοντας μας και στο σχολείο, εμένα στην Ε’ και τον αδελφό μου στην Στ’ Δημοτικού. Το σχολείο μας βρισκόταν στο κέντρο, δίπλα από την πλατεία της πόλης. Από εκεί και πέρα ξεκίνησαν εμπειρίες που ποτέ δεν θα τις ξεχάσω…
Κέρδος για μας ήταν το ότι ο θείος ο Προκόπης και η θεία η Γιώτα (μικρασιάτισσα στην καταγωγή) είχαν δικό τους εστιατόριο. Εκεί γνωρίσαμε κόσμο και κοσμάκη. Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, από τον Πύργο Ηλείας ξεκίνησε και η… πολιτική μου δραστηριότητα. Βασιλόφρων ο θείος Προκόπης κι εμείς, όπως ήταν αναμενόμενο, στο δημοψήφισμα για την παραμονή ήτα όχι του βασιλιά, ταχθήκαμε υπέρ του. Ήταν η πρώτη προεκλογική εκστρατεία στη ζωή μου…
Δίπλα από το εστιατόριο βρίσκονταν τα γραφεία του ΚΚΕ και οι διάφοροι του περιβάλλοντος μας βάζανε να προπηλακίζουμε όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το κτίριο. Πολλές και οι συζητήσεις μεταξύ των θαμώνων και για τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής, χουντικοί, αντιχουντικοί, αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, απ’ όλα είχε το πανέρι. Αντιλαμβάνεστε ότι τα ερεθίσματα αυτά επέδρασαν αργότερα και στον χαρακτήρα αλλά και στην πορεία που ακολούθησα και εννοώ το ενδιαφέρον μου για την πολιτική.
Στον Πύργο μείναμε μέχρι τον Αύγουστο του 1975. Οι άνθρωποι αυτοί κάνανε ό,τι ήταν δυνατόν για να περνούμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Με τον Γιώργο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον αδελφό μου ήμασταν και είμαστε ακόμα σαν αδέλφια. Απ’ ό,τι μαθαίνω όμως δεν διατήρησαν τέτοιες σχέσεις όλα τα παιδιά. Για διάφορους λόγους. Πέρσι κάποιοι μου έκαναν παράπονα ότι τα παιδιά που φιλοξένησαν δεν επικοινώνησαν μαζί τους από τότε. Κάποιοι άλλοι μου έλεγαν για τις πολύ καλές σχέσεις που έχουν μέχρι σήμερα.
Από τότε βρέθηκα ξανά στον Πύργο το 1997. Από τότε κάθε δύο χρόνια (μέσον όρο) τους επισκέπτομαι μιας και η θεία δυσκολεύεται να ταξιδέψει και να έρθει να την φιλοξενήσουμε εμείς. Αυτούς τους ανθρώπους τους νιώθω σαν δικούς μου. Είναι η δεύτερή μου οικογένεια.
Απέδειξαν τη δεδομένη στιγμή ότι οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους.
Το τι έκαναν οι χούντες και οι κυβερνήσεις δεν βαραίνει και δεν μπορεί να βαραίνει τον απλό λαό. Αυτό, πιστεύω, είναι αξίωμα.
Δεν ξέρω αν το κείμενο αυτό σας ικανοποιεί ως περιεχόμενο. Αν θέλετε να ρωτήσετε κάτι άλλο, που δεν το περιέλαβα στο κείμενο, σας παρακαλώ να το πράξετε. Όσοι θέλετε, σχόλια ευπρόσδεκτα.
.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Παντός Καιρού» του Μιχάλη Μιχαήλ, όπου μετά το κείμενο υπάρχουν πολύ συγκινητικά σχόλια για τη σχέση μεταξύ Ηλείας και Κύπρου που σημαδεύτηκε από τα καλοκαίρια του 1974 και του 2007.
.

Η ΗΛΕΙΑ ΣΑΣ ΕΥΧΕΤΑΙ «ΚΑΛΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ» ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ, ΚΥΡΙΕ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ!


.
«Κάποιες μέρες ξεκούρασης είναι απαραίτητες και όχι απλώς τις συνιστώ, αλλά τις απαιτώ από όλους σας χωρίς ενοχές. Νομίζω έχουμε δουλέψει σκληρά και το δικαιούμαστε. Είναι και προϋπόθεση για τις επόμενες μάχες τις οποίες θα δώσουμε, που αλλιώς δε θα μπορέσουμε να τις δώσουμε με αποτελεσματικό τρόπο.
Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει να ξεχαστούμε στις διακοπές. Αυτό νομίζω θα πρέπει να το αξιολογήσει ο καθένας. Έχουμε έναν μαραθώνιο μπροστά μας τους επόμενους μήνες, είναι και sprint αλλά και αγώνας αντοχής, μέχρι να βγάλουμε την Ελλάδα πιο δυνατή από αυτό το τούνελ της μεγάλης κρίσης των τελευταίων δεκαετιών. Θα αντέξουμε».
.
Γεώργιος Α. Παπανδρέου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010.
Την ίδια στιγμή, χιλιάδες πολίτες σκέπτονται τις διακοπές τους... last year!
.

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΓΥΨΟ ΤΩΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΩΝ


.
Στην πατρίδα μας πάντα η ελευθερία κερδιζόταν με αίμα. Τον Ιούλιο του 1974, έπρεπε να θυσιαστεί η Κύπρος και οι Έλληνες στρατιώτες, για να επανέλθει η Δημοκρατία και η Ελευθερία. Όμως τριάντα έξι χρόνια μετά, σε μία ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή, τα όπλα κάνουν και πάλι την ελευθερία να σωπάσει. Αυτή τη φορά δεν είναι τα τανκς των πραξικοπηματιών, αλλά τα όπλα των τρομοκρατών.
Το troktiko μπορεί να άρεσε ή να μην άρεσε. Όμως αυτό είναι το μεγαλείο της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας: να έχουν όλοι δικαίωμα λόγου. Αυτό εξασφαλίστηκε τα τελευταία χρόνια με τη διάδοση των ιστολογίων. Δυστυχώς όμως, τόση ελευθερία και δημοκρατία δεν την αντέχουν όλοι. Και τότε μιλούν τα όπλα και σωπαίνει ο λόγος.
Τη σημερινή επέτειο αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας, μάλλον θα έπρεπε να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες. Γιατί η πατρίδα μας έχει ξαναμπεί στο γύψο, το γύψο της τρομοκρατίας, και είναι αμφίβολο αν το έχει καταλάβει.
.

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΦΡΕΝΤ ΜΠΟΥΑΣΟΝΑ


Μπουασονά Φρεντ – Frederic Boissonnas (1858 - 1946)
.
O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιον Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του Mεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
.

Πρόβατα κάτω από την Ακρόπολη, 1903.
Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.
Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του όμως ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη, που την κληρονόμησαν οι γιοι του, ήταν η αιτία που αργότερα άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1858. Πολύπλευρο ταλέντο, κατάφερνε να συνδυάζει τον αθλητισμό με τις σπουδές και τη μουσική. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του στη Γερμανία και την Ουγγαρία, από όπου επέστρεψε το 1880.
Γρήγορα μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 αγόρασε ατελιέ στη Μόσχα, όπου κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης.
Τον ίδιο καιρό φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλε (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
.

Φωτογραφίζοντας τη ζωφόρο του ναού της Απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών
.
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
.
Το 1902 ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παρήγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…». Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy και μαζί με τις συζύγους τους αναχώρησαν για την Ελλάδα.
.

Γαστούρι Κέρκυρας, στην πηγή της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, 1903.Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.
.

Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, 1903
.Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας.
.

Παρθενώνας, 1908
.
Τον Οκτώβριο του 1907, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος. Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μέτρων που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή.
.

Μετέωρα, ανάβαση του Fred Boissonnas με το καλάθι, 1908
.
Το 1908 ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα. Τον Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.
.

Κρήτη, οι αδελφοί Μάντακα στο χωριό Λάκκοι, 1911.

Κρήτη, προαύλιο σπιτιού, 1919.
Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
.

Πάργα, 1913
.
Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά. Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred.
.

Ιωάννινα, η λίμνη με το κάστρο, 1913
.
Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους. Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» (Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grècs». Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής.
.

Μακεδονία, φρουρός σε φυλάκιο, 1913
.
Η παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική. Τέλος, η έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες» που απελευθερώθηκαν.
.

Όλυμπος, το «Πάνθεον», 1914
.
Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη. Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…». Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον Υπουργό των Εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…».
.

Κόνιτσα, Μεσογέφυρα, 1913.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie Mineure).
.

Παραμυθιά, οικία Ρίγκα, 1913
.
Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και ταυτόχρονα προλειαίνουν το έδαφος και για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Με την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.
.

Κλεισούρα Καστοριάς, εσωτερικό αρχοντικού, 1911.
Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.) Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18». Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.
.

Παραμυθιά, 1913
.
Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau. Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
.

Άθως, η Μονή Μεγίστης Λαύρας, 1929
.
Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα.
.

Άποψη της Ακροπόλεως από το Θησείο,1920.
Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του. Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele. Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό…
.

Δελβινάκι Ιωαννίνων, πρόκριτοι, 1913
.
Το έργο του Φρεντ Μπουασονά, αν και γνωστό στην Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, αξίζει σήμερα μια δεύτερη ανάγνωση. Η πρόοδος σε τεχνικά θέματα, η ανακάλυψη του χρώματος, η ευχρηστία των μηχανών και οι ανέσεις του ταξιδιού, μπορεί σήμερα να καθιστούν το έργο του απαρχαιωμένο, αλλά η ιστορική ματιά αποκαλύπτει τον μοντερνισμό του σε σύγκριση με άλλους φωτογράφους που περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα. Ο καλλιτέχνης, πέρα από το καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία. Η μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ’ αυτά τα κομμάτια χαρτιού, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες...
.
Το κείμενο είναι περίληψη ανάρτησης στο ιστολόγιο Thesprotia News, όπου μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το αφιέρωμα στο Φρεντ Μπουασονά και περισσότερες φωτογραφίες του. Ακολουθούν οι φωτογραφίες που τράβηξε σε περιοχές της Πελοποννήσου.
.

Ζεμενό Κορινθίας, ο Fred και ο Daniel τσουγκρίζουν τα ποτήρια με τους οδηγούς των ζώων τους, 1903.

Οικογένεια στο Ζεμενό Κορινθίας, 1903
.

Ζεμενό Κορινθίας, οικογένεια ιερωμένου 1903
.

Ζεμενό Κορινθίας, η οικογένεια του ιερέα 1913
.

Ακράτα, αυλή, 1903
.

Λαγκάδια Αρκαδίας, 1903
.

Ανδρίτσαινα, αγορά, 1903
.

Άνδρες στο δρόμο της Ανδρίτσαινας 1903
.


Ανδρίτσαινα, εσωτερικό σπιτιού, 1903
.

Το πέρασμα του Αλφειού